- πεπλασμένως
- πεπλασμένωςartificiallyindeclform (adverb)πλάσσωformperf part mp masc acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεπλασμένως — Α επίρρ. τεχνητά, προσποιητά («εἱ μὴ πεπλασμένως, ἀλλ ἀληθῶς φιλόσοφος τις εἴη», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεπλασμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού πλάσσω] … Dictionary of Greek
παρακεντώ — άω και έω / παρακεντῶ, έω, ΝΜΑ ιατρ. κάνω παρακέντηση σε περίπτωση υδρωπικίας ή αφαίρεσης τού καταρράκτη τού ματιού, απορροφώ υγρό από μια κοιλότητα τού σώματος με παρακέντηση για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς μσν. διακοσμώ με κέντημα αρχ … Dictionary of Greek
πεφυκότως — Α επίρρ. φυσικά, με φυσικότητα («δεῑ... μὴ δοκεῑν λέγειν πεπλασμένως, ἀλλὰ πεφυκότως», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. πεφυκώς, ότος τού φύω] … Dictionary of Greek